Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006

Ημάς ευωδιάζεις, μυστικοίς χαρίσμασι[1]
Ήγουν πραγματεία ελαχίστη περί την των ιερών λειψάνων αρωματική χάρη


Ξεκινώντας να γράφω με χιόνι γερό, δυτικομακεδονίτικο, δυό λογισμοί σα νιφάδες (ή δύστροπες νυφαδιές) πέφτουν πάνω μου.
*Τόσο εμπιστοσύνη έχεις στα λόγια σου, τις γλιστερές τις λέξεις;
**Και εκείνο το άλλο, που με αντικρίζει κάθε φορά καλοτυπωμένο και καλοζυγισμένο από το σελιδοδείκτη βιβλίου διδαχής οθνείας γλώσσης:
«Υποκριτής εστίν ο διδάσκων τον πλησίον αυτού πράγμα, εις αυτός ουκ έφθασε», Αββάς Ποιμήν.
Στις λέξεις μεν, εράσμιες κατά πάντα, όπως και στα του βίου πράγματα καλό είναι να αποφεύγονται οι βεβαιότητες και οι τσιμενταρισμένες ιδεοληψίες. Να αναπνέουν αυτές κι εμείς με επιείκεια και κατά το δυνατόν φιλανθρωπία.
Όσο για τις διδασκαλίες, άστα να πάνε. Μακράν εμού τέτοιο κουσούρι.
Απλά θα ακολουθήσω τη συνταγή Εκείνου που αύρα λεπτή τον ζωογόνησε για να φωτίζει εμάς ες αεί. Συρράπτης επιφυλλίδων[2].
Ελάχιστα σταχυολογήματα, συρραφή ελλειπτική από μνήμες δροσοφόρες και λόγια ιαματικά για την των ιερών λειψάνων αρωματική χάρη.

Και πρώτα-πρώτα μια εξήγηση. Θεωρούσα τη προσκύνηση των λειψάνων κατάλοιπο δεισιδαιμονίας, εμπορική αξιοποίηση λαϊκής ευλάβειας. Μα, τα….κόκαλα;
Βυζαντινισμοί αδιέξοδοι, σκοταδισμός κτλ. κτλ.
(Να πάλι ο σοφός Σκιαθίτης, γράφοντας ως μεταφραστής και δικαιολογώντας τα νεανικά μεταφυσικά παιχνιδίσματα του Λόρδου Βύρωνα, με διορθώνει και επαναφέρει:
«Τας γραμμάς ταύτας ο ποιητής έγραφε νεώτατος εις ηλικίαν 22 ετών. Επόμενον δε ήτο να ναυαγήση καθώς ναυαγούν όλοι όσοι δια του λογικού ζητούσι να εξετάσωσι τα τοιαύτα υπερφυσικά θέματα»[3]).

Μακριά από το διαφωτισμένο μου μυαλό η πιθανότητα η άλλη, η υποψία άλλης βιοτής. Κι ακόμη, ούτε σκέψη για το καρποφόρο χωράφι της αποτυχίας, το ναυάγιο που σώζει, τον Άδη που άδει αναστάσιμα. Τίποτα από όλα αυτά. Πολλά από τα άλλα, τα χρήσιμα…

Να όμως που τ’ αρώματα της αλήθειας, τα τόσο θεραπευτικά, έχουν τον τρόπο τους και μας σκουντάνε.

Το πρώτο κτύπημα από τη… Σεραϊνώ.

Η Σεραϊνώ ήτο σαράντα χρόνων, και μετά τόσα χρόνια, 15 περίπου, δεν εγέννησε τίποτε. Ούτε παιδί, ούτε κουτάβι, ούτε «κλούθο».[4]

Ο Γάμος του Καραχμέτη, εκεί που νυμφευόμαστε την αλήθεια. Τα γεγονότα γνωστά. Ο επίλογος τάλαντο αθωνικό που καλεί εν μέσω νυκτός:
Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν δια την ανακομιδή των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού, μόσχου και ρόδου άμα, ανήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών.
Τα κόκκαλα της είχον ευωδιάσει.[5]

Τελεία και παύλα ο Σκιαθίτης. Κόκαλο εμείς.

Το νήμα της συνέχειας το πιάνει ο Νίκος Φωκάς (Το Θαύμα) με εκείνη την πολύπαθη Παρασκευούλα («…την κίτρινη, τη μογγόλα….).
Και εκεί θήτευσα έτι και έτι στα καθ’ ημάς:

Το κτηματάκι όπου βρισκόταν ενταφιασμένη η Παρασκευή ήταν έξω από την πόλη, σε απόσταση δέκα λεπτών με το αυτοκίνητο. Η συνοδία έφτασε κατά τις οκτώ το πρωί, λίγο μετά την ανατολή ενός παγερού ήλιου -που γρήγορα κάλυψαν τα σύννεφα... Έκαναν κύκλο γύρω από τον τάφο. Η παρουσία του ιερέα εκεί ήταν μόνο συμπτωματική, και χωρίς κανένα θρησκευτικό νόημα... Επιδόθηκαν χωρίς χρονοτριβή στο έργο... Και τότε, με τους πρώτους ήχους της σκαπάνης, ένα λεπτό ανοιξιάτικο άρωμα, σαν από βασιλικό, μόσχο και ρόδο συνάμα, ανέβηκε από το χώμα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στις αισθήσεις των παρισταμένων: του Βασίλη, της πρεσβυτέρας, του μικρού τους γιου, της συγγένισσας και των δύο ενηλίκων παιδιών της. Τα κόκκαλα της Παρασκευής είχαν ευωδιάσει.

Μα πως έχει ο Θεός τον τρόπο του και μας νουθετεί πάντα με το στόμα των ποιητών;!

Πολλά χρόνια πριν σε εκείνο το οκτωήχι της νιότης (Το Αλφαβητάρι της Πίστης του διδάσκαλου του Γένους Χρήστου Γιανναρά) διάβασα για του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού τον άπειρο σεβασμό στην ύλη, από την οποία–με την ενσάρκωση- προήλθε η σωτηρία μας. Από το παράθυρο πετιούνται όλοι οι πλατωνισμοί, ψευτοπνευματισμοί και φιλοσοφισμοί που μας βασανίζουν.
Καταξιώνεται λοιπόν το σώμα, η ύλη. Από το λάδι του καντηλιού μέχρι το ξύλο και τα χρώματα της εικόνας την οποία προσκυνώντας διαβαίνουμε (θυμάσαι το διαβατικό στις αγιορείτικες μοναστηριακές πύλες) στο επέκεινα. Και το ανθρώπινο σώμα που ερωτεύεται και πονά και χαλνιέται και ξαναφτιάχνεται. Και μπορεί να γίνει σώο, ολάκερο, να γίνει τίμιο και μυροπωλείο χάριτος. Και σ’ αυτό να θεμελιώνονται άγιες τράπεζες της παντοτινής Ευχαριστίας. Και να σωζόμαστε, δηλαδή να γινόμαστε όντως πλάσματα της αγάπης του.
(Να που θυμάμαι τώρα τον Χρήστο Γιανναρά πριν από έτη πολλά, να διδάσκει τηλεοπτικώς-αν και της τηλοψίας σπανιότατη η ωφέλεια- τα περίπου εξής: 99% των ανθρώπων που ερωτεύονται και 99% των ανθρώπων που θρησκεύουν ζουν σε μια αυταπάτη. Κάπως έτσι το θυμάμαι. Και κατανοώ πόσο σχετικό είναι μ’ αυτά που λέμε.
Η φαλκίδευση όμως καταργεί το γνήσιο, το είδωλο μπορεί να διαλύσει την Εικόνα ως παράθυρο στα έσχατα; Ερωτήματα έρωτος πληγωμένου. Δεν έχω να προσφέρω βεβαιότητες. Μόνο κείνο το άρωμα της γιορτής, το ανεξήγητο, την όσφρηση την ηδονική παραμονές των Χριστουγέννων από τις φρεσκοψημένες λειτουργιές. Πληρότητα).
Διαβάζουμε το συναξάρι του Φαρασιώτη Αγίου Αρσενίου από το γερό Παϊσιο τον Αγιορείτη. Εκεί η ανάγνωση είναι αλλιώτικη, μοσχομυρίζει.
Ημάς ευωδιάζεις μυστικοίς χαρίσμασι.
Και να πάμε μετά στην ανοικτή σ’ όλους μας αγκαλιά του αγίου, που αναμένει την επιστροφή μας.
«Ελπιδοφόρο παράδειγμα ότι ο χους εξ ου προερχόμαστε και εις το οποίον καταλήγουμε, συνδέεται δι’ αγάπης προς το φώς…» σημειώνει κάπου ο Ν. Γ. Πεντζίκης, φαρμακοποιός εκ Θεσσαλονίκης και ιατρεύων τα πάθη μας ως μετέχων του φωτοφόρου αρώματος της χάρης των αγιών.
Προσκυνώντας τη ζωοποιό τους χάρη, θέλω να ψάλλω εξόχως λαμπρυνόμενος μετά εκείνου του «γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβάσμιου Κρητός» της «Εξοχικής Λαμπρής»:
«…. «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες!
την εικόναν σου τη σεπτήν…»
Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες!»[6]



[1] Απόστιχα του Μικρού Εσπερινού, από την Ακολουθία του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη, ποίημα του μακαριστού γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτη.
[2] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ο Σημαδιακός. Από την θαυμαστή κριτική έκδοση του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, εκδόσεις Δόμος. Τόμος 2, σελ. 106 (2.106).
[3] Παπαδιαμαντικά Τετράδια, τεύχος 6, σελ. 23. Εκδόσεις Δόμος.
[4] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο.π. 4.496.
[5] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο.π. 4.507
[6] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο.π. 2.133.
α.ν.π. Παρέμβαση, τεύχος 134