Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006

Από τη Σόλωνος στην Μεγάλου Αλεξάνδρου
Μνημονεύοντας Ζήσιμο Λορεντζάτο μέσα από βιβλιόστρατες

«Εμείς τι διαβάζουμε αληθινά;»
Επιστολή Ζ.Λ. στον
Γιώργο Σεφέρη, 30.6.1951

Είναι περίεργο να σε κυνηγούν βιβλιοπωλεία στα όνειρα σου· μικρές απολαυστικές επιστροφές σε χώρους που αγάπησες και χάιδεψαν με έντυπη τρυφερότητα τα χρόνια τα περασμένα.
Σαν τα χάνια εκείνα που σημάδευαν τις στράτες των κυρατζήδων, αυτών που όργωναν με πολύπλοκα αυλάκια ολάκερη τη Βαλκανική· έτσι και εδώ άλλες διαδρομές, βιβλιόστρατες μυστήριες σε αυλάκωσαν.
Κηφισιά 1989. Βράδια, περνώντας από τα σκοτεινά, δεντρογεφυρωμένα σοκάκια, μετά στο τρένο, να γυρνάς φορτωμένος με νούμερα, ορισμούς και σχολές σκέψης. Μουδιασμένος ίσως, αλλά τα φωτισμένα παράθυρα των οικοδομών που γρήγορα περνάν μπροστά σου, κρυμμένες πιθανότητες ζωής, διδάσκουν περισσότερα. Ήξερες για τον Friedman και τη ρεαλιστική πολιτική, δεν γνώριζες τίποτα για έναν γέροντα (ζούσε εκεί κοντά, Αργυροπούλου 15) που χωρίς να πέσει «στη νοθεία της φήμης», πλούτισε πολλούς.
«Όμοια ο ψαράς μηδέ που γνοιάζεται τα σύνεργα του
Μέσα στην αφέγγαρη νυχτιά, ψαρεύει.
Τα φύλλα κοίταξε, αυτό είναι ποίηση. Τ’ άλλα είναι γραφή
Τη φτώχεια γράφοντας μαθαίνεις τη γραφής.

Όμως παράξενο
Τη φτώχεια της γραφής μαθαίνοντας, πλουταίνεις».
(ΛΕΥΚΑ, από την ΣΥΛΛΟΓΗ).

Ζήσιμος Λορεντζάτος, 25 Ιουνίου 1915 – 3 Φεβρουάριου 2004.
Πρώτη γνωριμία μέσα από γραπτό του Χρήστου Γιανναρά, που κουβαλούσες μέσα στον χακί στρατιωτικό σου σάκο , το «λουκάνικο», στην ΣΕΑΠ Ηρακλείου. Το καλοκαίρι διάβασες κι άλλα και σε ζώσανε τα φίδια.
7 Δεκεμβρίου 1993, Αθήνα ξανά. Επί της οδού Σόλωνος, το βιβλιοπωλείο τροφός:
ΠΑΡΟΥΣΙΑ. Έμπαινες διστακτικά, μα τακτικότατα, κατευθυνόσουν στον πάγκο εκεί πίσω στη μέση, πέρα από τη σκάλα και δειπνούσες αχόρταγα στη σωρεία των τίτλων. Ο Τσάκαλος μόνιμη παρουσία, βιβλιοθηκάριος σωστός.
Εκεί λοιπόν και τότε, η πρώτη παρουσία του Λορεντζάτου στη ζωή σου.
«ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ (MSS 262)» εκδόσεις ΔΟΜΟΣ 1984.
Αγγίζω το χαρτί τώρα, τις κομμένες και πολύπαθες από μολύβι σελίδες και σκέφτομαι πόσα πήρα· «άξαφνος φωτισμός». Όχι οι γνωστές φλυαρίες, ή οι ραφιναρισμένες ειρωνείες. (Τρία χρόνια μετά, μοναχικός επισκέπτης απόγευμα Νοεμβρίου, «προσκύνησις» του χειρογράφου του γηραιού στρατηγού, γέροντος λαμπροφόρου).
Μα πόσο ξαφνιάστηκες, όταν επανερχόμενος εκεί στη Σόλωνος, εκ Δυτικής Μακεδονίας πλέον, διαπίστωσες την πικρή απουσία της ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. Πεθαίνουν και τα βιβλιοπωλεία;
Εκεί κοντά στην Σόλωνος, ανεβαίνοντας την Μαυρομιχάλη, το βιβλιοσπιτικό που σε στέγασε ουκ ολίγες φορές. ΔΟΜΟΣ. Μα τι βιβλία έχουν εκδοθεί από τούτο το τυπογραφικό εργαστήρι! Από εκεί πήρες και τις δίτομες ΜΕΛΕΤΕΣ, δώρο των γονιών· μάλιστα εκ χειρών του εκδότη το αγόρασες-και βέβαια δίστασες να του μιλήσεις. Μετά από χρόνια γεύθηκες το «Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και τα εκδοτικά»∙ γράμματα μαστόρικα. Στις ΜΕΛΕΤΕΣ ξαναδιάβασες, πάντα έκπληκτος και για τον Παπαδιαμάντη, τον Σολωμό, τον Όμηρο. Μα στα αλήθεια διάβαζες για το δικό σου το σπιτικό· την χώρα σου που δεν ήξερες, τη βροχή εκείνη στο παράθυρο του σπιτιού της γιαγιάς που δεν γνώριζες πόσο θα σε κατεδίωκε αγαπητικά.
Κι ο άλλος ο ΔΟΜΟΣ, ο τόσο αγαπημένος, επί της Καστριτσίου, εν Θεσσαλονίκη. Πόσα και πόσα από τούτο το ζαχαροπλαστείο.
Ανάμεσα τους εκείνο το πολυδωρισμένο «Μνημόσυνο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο ένα φίλο του» από το ΡΟΔΑΚΙΟ.
Το ΡΟΔΑΚΙΟ και τον Λορεντζάτο τους ξανασυνάντησες στις ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΕΙΣ (τυπωμένο σε χαρτί AVORIO 140 gr ΙΤΑΛΙΑΣ στο τυπογραφείο του Μιχάλη Μπορμπουδάκη, στοιχειοθετημένο από την μονοτυπία των Αφων Παληβογιάννη. Για να φας σωστό ψωμί, μυρωδάτο, ξεκινάς με τα χέρια σου από το χωράφι και καταλήγεις στο φούρνο. Γνωρίζεις και αναγνωρίζεις, λειτουργικά, τα υλικά σου). Ήταν Λαμπροτρίτη, στο κοζανίτικο Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο. Από τη Κοζάνη πάλι προμηθεύτηκες τα χρειώδη: τις καταπληκτικές ΡΩΜΙΕΣ, «αυτή τη μεγάλη δύναμη που κρατά ζωντανό το γένος». Εκπληκτική στοιχειοθεσία του Φίλιππου Βλάχου.
Και πόσοι άλλοι σταθμοί στη στράτα:
ΣΤΟΥ ΤΙΜΟΝΙΟΥ ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ. Θάλασσα, το λιβάνι της ενάτης ωδής του όρθρου «Την Θεοτόκον και μητέρα του Φωτός…», το δημοτικό τραγούδι που εισέρχεται θεραπευτικά μέσα σε ένα νοσοκομείο.
ΑΝΤΙ ΧΡΥΣΕΩΝ. Νύχτα της Κυριακής μετά των Φώτων, με ραγδαία βροχή, το τελείωσες και πολλά σκέφθηκες, για τους οικείους, τους φίλους που ζέστανε αυτός, συντροφιά με «ποτήρια κοντά Duralex…Εκεί στερεώθηκε η φιλία μας» (Λάμπρος Καμπερίδης, DESIDERATUS ΕΣΑΕΙ). Το ζουμί είναι εκεί, στη σχέση, στο ζωντανό αλισβερίσι εκείνο, το ακατάγραφο, που αποστάζει ύδωρ ζωής.
Φεβρουάριος 2004. Γρεβενά, στο ΑΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΟΝ επί της Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον πεζόδρομο. Βιβλιοπωλείο των παιδικών χρόνων και ηρώων.
Η επικαιρότητα βράζει προεκλογικώς και κάτω δεξιά στο εξώφυλλο του ΑΝΤΙ διαβάζεις «Ζήσιμος Λορεντζάτος». Καταλαβαίνεις. Ανάγνωση του Ν.Δ.Τ., του τρομερού Χαλκιδιώτη (ή Σκιαθίτη, άραγε;).
Και πάλι από την Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου η ειδική έκδοση του ΑΝΤΙ, τιμή και δόξα στον εκδότη του: «κάποιες αξίες διαρκείς αξίζει να μας σταματούν για να ανασάνουμε». Ανάσα και με το φετινό της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ αφιέρωμα, με τη διευθυντική φροντίδα του Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Τι μένει; Τι έψαχνε; Τι ψάχνουμε;
Από σελίδες χαρτιού να βγάλουμε νόημα; «Εμείς τι διαβάζουμε αληθινά;».
Μπας και οι βιβλιόστρατες είναι αδιέξοδα τεχνηέντως κατασκευασθέντα;

«Καμιά φορά τα πιο συνηθισμένα πράγματα, ακόμα και ένα ταπεινό ή γεραλέο ξύλο, μπορούν να δείξουν το δρόμο στους απροσανατόλιστους…..
Τι να τα κάνεις τα περισσότερα λόγια ή και όλα μαζί τα κατεβατά των σοφών;
Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω…»
(ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΕΝΤΡΟ).

Αγάπη. Μας έδειξε δρόμους δυσανάβατους ανθρωπίνοις λογισμοίς.
Αλήθεια και Ζωή.

«….Εκείνο που μας χρειάζεται το περισσότερο είναι να χαιρόμαστε την πνευματική μοσχοβολιά του….».


Γρεβενά, 24.5.2006
α.ν.π. Παρέμβαση, τεύχος 135