Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006

Ο Δαβίδ και το Ισραήλ
Του Παντελή Mπουκάλα (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται αποκλειστικά στα πεδία των συγκρούσεων και δεν αρκούν οι πύραυλοι και τα τεθωρακισμένα για να φέρουν τη νίκη. Οι πόλεμοι πρέπει να κερδηθούν και στο πεδίο της ηθικής, ειδάλλως είναι χαμένοι, κι ας φαίνονται νικηφόροι. Με την υπεραντίδρασή της, η οποία ωστόσο δεν εκδηλώνεται τώρα πρώτη φορά, η ηγεσία του Ισραήλ ενδέχεται να διαλύσει στρατιωτικά τους αντιπάλους της (αν και δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι επιθυμεί όντως τη συντριβή τους, μια και χρησιμοποιεί ανέκαθεν την ύπαρξη και τη δράση των οργανώσεων του ακραίου ισλαμισμού σαν ευλογοφανές πρόσχημα), την ίδια στιγμή όμως αντιμετωπίζει τον πρόδηλο κίνδυνο να ηττηθεί ηθικά. Κι όσο κι αν η θεσμοθετημένη ή η αυτονομιμοποιούμενη διά της ισχύος της ηγεσία της διεθνούς κοινότητας (ο ΟΗΕ ή η Ομάδα των Οχτώ) κωλυσιεργεί ή τάσσεται κατ’ ουσίαν στο πλευρό σου, η διεθνής κοινή γνώμη σχηματίζεται συχνά ερήμην όσων επιδιώκουν να τη χειραγωγήσουν· λίγες εικόνες από τον βομβαρδισμό ενός κομβόι αμάχων, οι οποίοι μάλιστα είχαν λάβει λίγο πριν την επίσημη διαβεβαίωση ότι δεν θα πληγούν αν εκκενώσουν το χωριό τους, αρκούν για να αφήσουν έκθετη και την πιο συστηματική προπαγάνδα.
Καθόλου εύκολο, λοιπόν, δεν είναι να γίνει ευρέως αποδεκτό το προβαλλόμενο επιχείρημα ότι ο αφανισμός της Λωρίδας της Γάζας ήταν αναγκαίος για να απελευθερωθεί ο αιχμαλωτισθείς Ισραηλινός στρατιώτης και ότι επίσης αναγκαία ήταν η εισβολή στον Λίβανο, το ανελέητο σφυροκόπημά του και η καταστροφή των υποδομών του για να απελευθερωθούν οι άλλοι δύο αιχμαλωτισθέντες Ισραηλινοί στρατιώτες. Και το ότι αυτές οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ούτε αναγκαίες ήταν ούτε νόμιμες το κατήγγειλαν πρώτες, και με δριμύτερη σαφήνεια από οποιονδήποτε άλλον, οι ειρηνιστικές οργανώσεις στο ίδιο το Ισραήλ και διανοούμενοι στη χώρα αυτή που δεν πάσχουν από «εθνική τύφλωση».
Το δικαίωμα μιας χώρας στην αυτοάμυνα είναι ανεπίτρεπτο να ασκείται καταχρηστικά (με μια αλαζονεία που ενισχύεται και νομιμοποιείται από τη σταθερά παρεχόμενη προστασία της μοναδικής υπερδύναμης) σαν δικαίωμα στην επιβολή μαζικής τιμωρίας βάσει του αποτρόπαιου δόγματος περί συλλογικής ευθύνης. Η φρίκη του παρελθόντος, η τραγωδία του εβραϊκού λαού, δεν μπορεί να νοείται σαν άλλοθι διαρκείας ούτε να χρησιμοποιείται λογοκριτικά, προς απαγόρευση του ελέγχου και της κριτικής. Το Ισραήλ, με πανίσχυρο οπλοστάσιο, έχει πάψει να είναι ο Δαβίδ. Το ηθικό οπλοστάσιό του πάντως θα φτωχαίνει όσο θα δρα με όρους που ταιριάζουν σε τρομοκρατικές οργανώσεις και όχι σε κράτη υποχρεωμένα να σέβονται το διεθνές δίκαιο αν επιθυμούν να προστατέψουν το δίκιο τους.

Σάββατο, Ιουλίου 22, 2006

Διαβάζοντας

Λέξεις πρωτόγνωρες

Σαν το γέλιο εκείνο
που δωρίστηκε

Με γέυση φωτός

Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006

Η άλλη δυνατότητα

Κάθε καινούργια μέρα
κι ένα απ' τα όνειρά μου
πέφτει
και χάνεται στην άβυσσο,
ενόμιζα
και αποθηκεύεται στα κατώγια
όπου χαλκουργείται το μυστήριο
της ευσεβείας, μου είπες.

π. Βασίλειος Θερμός
"Φωνήεντες Στεναγμοί"

Το Αλογάκι και το Πενηντάρικο
(ή Περί ακρίβειας μικρά θερινή πραγματεία)

Έχει κάπου 33 βαθμούς έξω. Καλοκαίρι ευπρόσδεκτο.
Είπα λοιπόν να γράψω μια μικρά θερινή πραγματεία.
Το αλογάκι είναι αντιπροσωπευτικό εκείνων των λίαν κερδοφόρων μηχανημάτων, που με τη μορφή ζώων, αυτοκινήτων, ελικοπτέρων και άλλων ευφάνταστων τεχνουργημάτων λατρεύονται από τα παιδιά, στα οποία προσφέρουν στιγμιαία περιπετειώδη ανάβαση μετά τραμπαλίσματος και μουσικής.
Το πενηντάρικο είναι το αντίτιμο που πολλάκις καταβάλλουν οι μεγαλύτεροι προς τέρψη των μικρότερων.
Εδώ ήταν και το δόκανο. Η αόρατη παγίδα.
Επί δραχμούλας, το πενηντάρικο ήταν ένα ωραίο νόμισμα με αρχαίον ελληνικόν πλοίο και τον Όμηρο. Το θυμάστε; Δραχμές πεντήκοντα.
Επί κοινού ευρωπαϊκού (τρομάρα μας) νομίσματος το πενηντάρικο είναι ένα κομψό νόμισμα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Λεπτά πεντήκοντα.
Πενηντάρικο το ένα, πενηντάρικο και το άλλο. Και τα δύο, τσούπ…μέσα στο αλογάκι.
Μόνο που….πως να το πω ….ντρέπομαι…να: υπερτριπλασιάστηκε η αξία. Ακρίβυνε δραματικά η….ιππασία.
Εκεί που πλήρωνες πενήντα δραχμούλες, τώρα πληρώνεις πενήντα λεπτά (=170,375 δραχμούλες).
Όπα! Τι έγινε; Τι φταίει;
Φταίει η τιμή του πετρελαίου (με αμόλυβδη τρέχει το αλογάκι….);
Φταίει η χρήση νέας πυρηνικής τεχνολογίας στα…αλογάκια;
Φταίει το μυαλό μας το λειψό που μας πουλάνε πράσινα άλογα;
Θυμάμαι σαν τώρα, εκείνον τον Σημίτη, το βράδυ εκείνης της πρωτοχρονιάς που έπαιρνε περήφανος τα πρώτα εκείνα κολλαριστά ολοκαίνουργια ευρώα από το μηχάνημα της τράπεζας. Από δω και πέρα, έλεγε, ποιος μας πιάνει…Θα γιόμιζε ο τόπος ισχυρό νόμισμα, τα πουγκιά μας φουσκωμένα…
Την επαύριον το αλογάκι (και το κάθε λογής αλογάκι της καθημερινότητας μας) μασούσε 50λεπτα και εμείς τρώγαμε άχυρο.
Πόσο πήγαινε το καφεδάκι, ένας γύρος με μπόλικο λίπος, ένα πουκάμισο (τώρα να μη παραπονιόμαστε, έχουμε και τους....Κινέζους), ένας οποιοσδήποτε λογαριασμός και τόσα άλλα αναρίθμητα που αδειάζουν με ταχύτητα και επιδεξιότητα φαντομά τα πορτοφολάκια ημών;
Από τη δραχμούλα έως το ευρώ μάς ποδοπάτησε το ιππικό της ακρίβειας…
Καλά και ξέγνοιαστα μπάνια!

ΣΤΡΕΒΛΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Εικόνα συνηθισμένη και «κλασσική» πια του νεοελληνικού βίου: βραδινό δελτίο ειδήσεων και ο πολίτης – τηλεθεατής απορροφά τα εντυπωσιακά ειδησάρια που εκτοξεύει η τηλεοπτική συσκευή. Έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας του, ιεροτελεστία εκ των ουκ άνευ.
Θα είναι βέβαια κοινοτοπία να μιλήσουμε για το α-νόητο και εκβαρβαρισμένο «μενού» της τηλεοπτικής θεματολογίας, που ανακυκλώνεται με καταθλιπτική μονοτονία.
Εκείνο όμως που νοθεύει τη ζωή μας, που υποτιμά τη νοημοσύνη μας και που τελικά υπονομεύει την ελευθερία μας είναι η ψευδοενημέρωση, η στρεβλή επικαιρότητα που προσφέρεται στον τηλεοπτικό «καταναλωτή». Και προσφέρεται ακριβώς σαν καταναλωτικό προϊόν, με χρυσό περιτύλιγμα, εντυπωσιακή ρεκλάμα, αλλά χωρίς καμιά εσωτερική βαρύτητα, ένα αδειανό πουκάμισο. Μια βιτρίνα με κανένα πραγματικό αντίκρισμα, λόγια και εικόνες για το θεαθήναι, ο μύθος μιας δήθεν εύρυθμης κοινωνίας.
Είναι σήμερα στην επικαιρότητα η προοπτική ένταξης της Τουρκίας (του συγκεκριμένου κεμαλικού μορφώματος); Όχι, βέβαια. Και πέρα από κάποιες ανυπόφορες γαλατικές ευγένειες, το θέμα (που θα επηρεάσει πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά όλους μας) υποβαθμίζεται, εξαφανίζεται. Ο πολίτης δεν έχει λόγο, δεν του δίνεται η στερεή ενημέρωση πάνω στην οποία θα μπορέσει να στηρίξει υπεύθυνα τις επιλογές του.
Το κουτσομπολιό για έναν άγνωστο τηλεαστέρα θα κρατήσει ώρα (στο δελτίο ειδήσεων), ενώ η βία στην Παλαιστίνη, ή η προβληματική πορεία της ελληνικής περιφέρειας θα πάρουν τα ψίχουλα ενός ανηλέητου τηλεοπτικού χρόνου.
Το ερώτημα ζωτικό: έχουμε συνειδητοποιήσει πως διαμορφώνεται ο αυριανός έλληνας πολίτης;

One day, a rabbi gathered all his disciples and
invited them to question and even to criticize
him. The disciples said to him:
– Master, your conduct surprises us, you never
do what your father, your master, did, whom
we knew before he chose you as his successor.
How do you consider his heritage , where is
your loyalty?
The rabbi looked at his disciples gravely, but he
had a gleam in his eye, a spark of joy and of
malice. He said to them:
– I will explain to you, it is very simple. No one
is more faithful than I am! In everything, I do
exactly what my father did; just as he never
imitated anyone else, I do the same!

—Martin Buber, Tales of the Hasidim

ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


«Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω…»
(Οδυσσέας Ελύτης, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ)


Πως μπορεί να γράψει κανείς για το Άγιο Όρος, έστω και λίγες αράδες;
Πως μπορεί να μιλήσει κανείς γι’ αυτό που μόνο Βιώνεται, την απερίγραπτη εμπειρία, τη μυσταγωγία; Η προσέγγιση στη μοναχική αυτή πολιτεία των ανθρώπων που αγωνίζονται, στον «τόπο της μετάνοιας», δεν μπορεί να’ ναι τουριστική αλλά πνευματική.
Βγαίνοντας από τον κόσμο, με την αγιορείτικη ορολογία, και ζώντας για ελάχιστες μέρες στο κοινόβιο γίνεσαι άπειρος, δόκιμος κοινωνός αλλιώτικης κοινωνίας.
Τρεις σχεδόν μέρες στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου, κατά την πανήγυρη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ: Η μοναχική αβραμιαία φιλοξενία, ο δοξολογικός κύκλος του 24 ωρου που ακόμη και την Τράπεζα κάνει προέκταση του Ναού, η ομορφιά της φύσης, των κτισμάτων, η πνευματική λεβεντιά των μοναχών, τι να πρωτοθυμηθεί ο προσκυνητής; Η αγιορείτικη αγρυπνία, ακολουθίες δεκαπέντε ωρών, αθλήματα ζωηφόρο. Η κατάνυξη που νιώθεις μέσα στην ταπεινή μεγαλοπρέπεια του Καθολικού, ακούοντας έκπληκτος τους αγγελικούς χορούς των Δανιηλιαίων, των Σιμωνοπετριτών, τους Γρηγοριατών και των Δοχειαριτών να ψέλουν μέσα από τα Βάθη του είναι τους. Ο λόγος Αλήθειας και Ζωής από τον αγωνιστή Ηγούμενο π. Γρηγόριο, το μήνυμα για Λατρεία και Διακονία.
Και η πεζοπορία στα μονοπάτια του Άθω, για την Ξενοφώντος, για το Ρώσικο μικρές και ατελείς προσπάθειες να γνωρίσει την πνευματική και φυσική ομορφιά του τόπου αυτού. Γιατί πραγματικά στο Όρος αρχίζεις και κατανοείς, να ψηλαφείς, το νόημα της λέξεις «φιλοκαλία» (τίτλος και της ανθολογίας ασκητικών μυστικών- νηστικών κειμένων από τον 4ο ως το 15ο μ.χ αιώνα) είναι ο έρωτας του κάλλους, της ομορφιάς, «Θείος Έρως»- δοξολογία στο πρόσωπο του Δεσπότη, του Τριαδικού Θεού.
Στο Όρος επαληθεύεις εμπειρικά τα λόγια του ιστορικού – Βυζαντικολόγου Στήβεν Ράνσιμαν: « … όλα αντανακλούσαν την ίδια λαχτάρα για την ομορφιά, μια ομορφιά όμως που δεν ήταν εντελώς του κόσμου τούτου. Για τους Βυζαντινούς η ομορφιά είχε ένα εσώτερο νόημα. Βοηθούσε τη μυστική τους έκσταση, ήτανε μέρος της δόξας του Θεού…»
Πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων, του σωτηρίου της Ενσάρκωσης του Κυρίου, και οι λίγες αυτές και τόσο ανεπαρκείς γραμμές εύχονται να προτρέψουν σε μια προσωπική γνωριμία (πέρα από αναγνώσματα και ακούσματα) με το Άγιο Όρος, σε ένα προσκύνημα. Έχει που …«…παρασκεύασε χώμα κατάλληλο για την κήπευση των ψυχών ώστε όλο το Όρος με την ανθρώπινή του άνθηση να ονομαστεί Περιβόλι της Παναγιάς…» (Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης).

(notes for opening talk by Jim Forest at a retreat at La Casa de Maria, Santa Barbara, CA; Nov 8-10, 1996)

Prayer for busy people

We all regard ourselves as busy people or we wouldn't be taking part in a weekend retreat on prayer for busy people. I have been wondering, though, in what way, if any, would the actual content of the weekend be different if had been called Prayer for People with Lots Free Time on Their Hands. Or Prayer for Lazy People. Of course some of you -- maybe most of you -- wouldn't be here. You would be too busy.
But prayer is prayer whether you have a simple or complicated life.
We cannot say prayer would be easy if we were not busy people. A life that isn't busy probably means we're in ill health, unemployed or retired. But for most people here and now, life is heavily loaded. Most of us probably feel like the pair of jeans in the Levis symbol being pulled by horses in opposite directions, only we are being pulled in more than two directions. We have perhaps half a dozen horses testing our rivets: work, family, friends, religious life, recreation, health ... plus perhaps one or to addictions or semi-addictions, passions we can either just barely control, or can't control.
Probably we sometimes feel a little guilty about being so busy. But even more often we feel guilty that, busy though we are, we aren't doing more.
The truth is: busy-ness by itself is not a bad thing. We shouldn't aspire to anything less than life full to the brim. we are meant, as human beings, to live an engaged and responsible life, a life in which we have keep making choices that stretch us intellectually and spiritually.
On the other hand, the word "busy" can suggest another definition. It can mean being frantic -- too many things happening, no sense of control, no sense of life having a center or of the pieces fitting together and reinforcing each other.
Probably for many of us life is more than busy. A lot of people feel harried, exhausted, frightened, powerless, with little or no sense of meaning.
Probably this is something that rings a few bells for us. But we are, after all, people of our time and place. We live in an age that in many ways is hard on the spiritual life -- or just plain hard on life.
Let's think about what we are up against.
There is the problem of living in the "information age." No previous generation had to absorb so much information that had to do with events that were beyond the range of sight and sound or had such access to information resources. First newspapers, then radios, then television, now the Internet and the World Wide Web. The positive aspect of these tools is that we're more aware of inter-connection and inter-dependence; we are better able to respond to needs and build relationships. Within hours we know about important events happening in any part of the world -- a scientific discovery, a hurricane or earthquake, a war, an act of heroism. The negative aspect is that we become simply information junkies. We know far more than our grandparents but understand less than they did and live less responsible lives.
You probably saw the film "Amadeus" and so recall the scene where the Emperor told Mozart there were "to many notes" in his opera, "The Marriage of Figaro." "The human ear can only absorb so many notes." In fact there seems no limit to the number of notes we can absorb but there is a limit to have much information we can usefully absorb and respond to. I can easily get into a numbing state of information exhaustion.
Another factor that seems more modern than ancient is the pace of life. Things change and change at unprecedented speed. Technology changes. Family patterns change (to the point that there is hardly any family life).
If we were looking for a symbol for our era perhaps the clock would be a good choice. There aren't many of us not wearing a watch. If we start counting the time-keeping devices in the average home, it will at least equal the number of icons you might find in the home of a pious Orthodox family of the old school.
At it's best, the clock is simply a benign and essential tool of social coordination. At its worst, it is a tool of social disconnection. How many things of real importance do we fail to do because we haven't got time?
I often think about an experience I had during the late sixties when I was accompanying Thich Nhat Hanh, a Vietnamese Buddhist monk who was giving lectures in the United States. We were at the University of Michigan, waiting for the elevator doors to open. I noticed my brown-robed companion was looking at the electric clock above the elevator doors. Then he said, "You know, Jim, a few hundred years ago it would not have been a clock, it would have been a crucifix."
He was right. The clock is a religious object in our world, one so powerful that it can depose another.
I also recall a story related in his journal by Daniel Wheeler, a Quaker engineer who had come from Britain to Russia at the time of Tsar Alexander I to take charge of draining swampland near St. Petersburg. A group of peasants was sent to his house with an urgent message, knocked on the door, got no response, and went inside to look for the engineer. First things first, however. Once inside, one's first duty as an Orthodox Christian is to find the icon corner and say a few prayers, but this proved difficult. Nothing looked like an icon. The peasants knew things were different in other countries. What would a British icon look like? What impressed them most was the mantelpiece clock. They decided this was a British icon and so crossed themselves, bowed before the clock, and recited their prayers.
In a way the peasants were right. They had identified a machine which has immense power in the lives of "advanced" people.
I think too of an experiment in the sixties at a theological school in America. A number of students were asked to prepare sermons on the Parable of the Good Samaritan. These weren't to be publicly delivered but recorded on tape for grading by a professor of homiletics. It seemed an ordinary assignment, but those responsible for the project were interested in more than what the aspiring pastors would say about the parable. Without their knowledge, the students had been divided into three groups. Some were to be called on a certain morning and told that they could come to the taping room any time in the day; others were to be told that they had to be there within the next few hours; and the rest were to be told that they had to come without delay.
The testers had arranged that, as each student arrived at the building where the sermons were being recorded, they would find someone lying on the ground by a bench near the entrance, seemingly unconscious and in need.
What were the results? Among all those preaching sermons on the Parable of the Good Samaritan, barely a third took the time to stop and do anything for the person lying on the ground. Those who did stop, it was discovered, were mainly the ones who had been told they could come any time that day. They felt they had time, and that sense of having time gave them time to be merciful. They weren't overwhelmed with deadlines and overcrowded schedules -- the constant problem of many people, not least clergy and lawyers, which perhaps is why Jesus cast a priest and Levite in those unfortunate parts in his parable.
In reality everyone has time but people walking side by side on the same street can have a very different sense of time, so that one of them is so preoccupied by worry or fear or plans for the future that he hardly notices what is immediately at hand while the next person is very attentive. Each person has freedom -- to pause, to listen, to pray, to change direction. Learning to pray in an unhurried way can help us become less hurried people.
Another crucial factor effecting us is fear. Fear is reinforced by the front page of every newspaper, every TV news program, by events in daily life that reach us directly, and even by most of what we call "entertainment." A great deal of what we see and hear seems to have no other function than to push us deeper into a state of dread. Being fearful seems to be a reasonable state to be in -- fear of violent crime, fear of job loss, fear of failure, fear of illness, fear for the well-being of people we love, feat of failure in our primary relationships, fear of collapse of our pollution-burdened environment, fear of war, and finally fear of death. Fear itself becomes a kind of death sentence. There were many elderly people who died in a heat wave in Chicago one summer simply because they didn't dare leave their apartments, for fear of muggers, in order to get to the air-conditioned shelters the city had provided. They died of fear.
It is a fact that fear impedes spiritual life. I don't mean the fear of God. Paradoxically, the fear of God puts all other fears in their place. The fear of God is nothing like all those fears which undermine our being. It means to stand in awe of the incomprehensible, the Creator of the universe with all its wonders and mysteries, God who is both more intimate than breath and as remote as the darkness beyond the furthest star. But a person overwhelmed with anxiety tends to limit prayer to complaints and appeals. Keep in mind the advice that angels give in nearly every biblical account we have about them: "Be not afraid." A vital prayer life opens the door for God gradually to help us move fear from the center to the edge of daily life.
Still another problem confronting is embarrassment about being seen to be a religious person. Isn't religion for stupid people? If smart people believe in God, it had better be some blind force, something as impersonal as gravity. This is the age of the Jesus Seminar -- the age of people with doctorates who have buried the Bible in footnotes. The G word itself is a problem. The G word is God.
So let's look at the G word. How are we going to talk about prayer if we don't? To whom are we praying? And better yet with whom are we praying? We mainly find out who (rather than what) God is by praying.
Buy often times we are impeded in finding an answer because we think we already know it. We know who God is. We learned it as children . He is, for starters, all powerful. We've heard it thousands of time. In fact we have quite a few words about God we've heard a thousand times. God is love. God is just. God is truth. We also have a few images of God that are somehow very familiar. The God of the White Beard: the Lord Chief Justice God. The image of Gentle Jesus with the children; or Teaching Jesus on the hillside preaching the Sermon on the Mount. Jesus on the Cross. Jesus in the manger. The Child Jesus in the arms of his mother.
But often we know God no better than we know the Great China Wall. Or, in case you have been there, then say no better than we know the North Pole. We know it exists though we haven't been there. We know God as a fact of reality. And so far as it goes, thank God for that. It's a lot better than imagining there is no God.
But prayer is what we do not simply to show respect to the idea of God or to recite to God a list of God's various qualities. It is more than anything else our effort to experience the reality of God, so that finally we come to know the truth about God that the Evangelist John insists on again and again as being most central: God is Love. God is not a concept, a principal, an organizing force -- God is love. If we don't know that yet, prayer will more and more bring us to that love. If we know it already, prayer will taker is more deeply into that love.
Prayer is the on-going discovery of God.
Through prayer the real bridges are built. The same John who says God is love says this: "Whoever says he loves God and hates his neighbor is a liar." John is a bit rude, isn't he. Just how loving was he to speak in that way? But real love is truthful. Love doesn't lie. Love doesn't mislead. Love doesn't take us off the track. Love is not a door into the fog.
"We who says he loves God and hates his neighbor is a liar." Plain speech. It can't get any plainer.
It turns out the door to God is the very same as the door to my neighbor. We can't love someone and not pray for that person. Acts of love have their roots in prayer.
Many people pray and don't even realize they are praying and would be embarrassed to think of their caring thoughts as prayer. But they pray from the core of being. Because we are human, we are not capable of not praying, though it may be that we can be so damaged that the faculty is practically destroyed -- just as an ear can be too damaged to hear. But we are born to pray. It is even more central to the design than the faculties of hearing and seeing.

Άνθος του γιαλού


Επι πολλάς νύκτας κατά συνέχειαν έβλεπεν ο Μάνος του Κορωνιού, εκεί όπου έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντά στα Κοτρώνια του ανατολικού γιαλού, ανάμεσα εις δύο υψηλούς βράχους και κάτω από ένα παλαιόν ερημόσπιτον κατηρειπωμένον, - εκεί έστρωνε συνήθως την κάπαν επάνω στην πλώρην της βάρκας, κ' εκοιμάτο χορευτόν και νανουρισμένον ύπνον, τρεις σπιθαμές υψηλότερ' από το κύμα, θεωρών τα άστρα, και μελετών την Πούλιαν και όλα τα μυστήρια του ουρανού - έβλεπε, λέγω, ανοικτά εις το πέλαγος, έξω από τα δύο ανθισμένα νησάκια, τα φυλάττοντα ως σκοποί το στόμιον του λιμένος, εν μελαγχολικόν φως - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ή άστρον πεσμένον - να τρεμοφέγγη, εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος, επιπολής εις το κύμα, και να στέκη επί ώρας, φαινόμενον ως να έπλεε, και μένον ακίνητον.
Ο Μάνος του Κορωνιού, λεμβούχος ψαράς, ήτον αδύνατος στα μυαλά όπως και πας θνητός. Αρκετόν ήτο ήδη οπού έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ εκεί, δίπλα εις τους δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω από το ερημόσπιτον εκείνο, τ' ολόρθον άψυχον φάντασμα, το οποίον είχε την φήμην, ότι ήτο στοιχειωμένον. Εκαλείτο κοινώς «της Λουλούδως το Καλύβι». Διατί; Κανείς δεν ήξευρεν. `Η, αν υπήρχον ολίγα γραΐδια «λαδικά», ή και δύο τρεις γέροι, γνωρίζοντες τας παλαιάς ιστορίας του τόπου, ο Μάνος δεν έτυχεν ευκαιρίας να τους ερωτήση.
Εβλεπε, βραδιές τώρα, το παράδοξον εκείνο μεμακρυσμένον φως να τρέμη και να φέγγη εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν, ότι δεν ήτο εκεί κανείς φάρος. Η Κυβέρνησις δεν είχε φροντίσει δι' αυτά τα πράγματα εις τα μικρά μέρη, τα μη έχοντα ισχυρούς βουλευτάς.
Τι, λοιπόν, ήτο το φως εκείνο; Ησθάνετο επιθυμίαν, επειδή σχεδόν καθημερινώς επέρνα με την βάρκα του από εκείνο το πέραμα, ανάμεσα εις τα δύο χλοερά νησάκια, και δεν έβλεπε κανέν ίχνος εκεί την ημέραν, το οποίον να εξηγή την παρουσίαν του φωτός την νύκτα, να πλεύση τα μεσάνυχτα, διακόπτων τον μακάριον ύπνον του, και τους ρεμβασμούς του προς τ' άστρα και την Πούλιαν, να φθάση έως εκεί, να ιδή τι είναι, και, εν ανάγκη, να το κυνηγήση το μυστηριώδες εκείνο φέγγος. Οθεν ο Μάνος, επειδή ήτο ασθενής άνθρωπος, καθώς είπομεν, νέος εικοσαετής, εκάλεσεν επίκουρον και τον Γιαλήν της Φαφάνας, δέκα έτη μεγαλύτερόν του, αφού του διηγήθη το νυκτερινόν όραμά του, διά να του κάμη συντροφιάν εις την ασυνήθη εκδρομήν.
***
Επήγαν μίαν νύκτα, όταν η σελήνη ήτο εννέα ημερών, κ' έμελλε να δύση περί την μίαν μετά τα μεσάνυχτα. Το φως εφαίνετο εκεί, ακίνητον ως καρφωμένον, ενώ ο πύρινος κολοβός δίσκος κατέβαινεν ήρεμα προς δυσμάς κ' έμελλε να κρυφθή οπίσω του βουνού. Οσον έπλεαν αυτοί με την βάρκαν, τόσον τους έφευγε, χωρίς να κινήται οφθαλμοφανώς, ο μυστηριώδης πυρσός. Εβαλαν δύναμιν εις τα κουπιά, «εξεπλατίσθηκαν». Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ητο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον από τους οφθαλμούς των.
Ο Μάνος, μαζί με τον Φαφάναν, έκαμαν πολλούς σταυρούς. Αντήλλαξαν ολίγας λέξεις:
- Δεν είναι φανάρι, δεν είναι καΐκι, όχι.
- Και τι είναι;
- Είναι...
Ο Γιαλής της Φαφάνας δεν ήξευρε τι να είπη.
Την νύκτα της τρίτης ημέρας, και πάλιν δύο ή τρεις ημέρας μετ' αυτήν, οι δύο ναυτίλοι επεχείρησαν εκ νέου την εκδρομήν. Πάντοτε έβλεπαν την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύη εις τα κύματα. Είτα, όσον επλησίαζαν αυτοί, τόσον το όραμα έφευγε. Και τέλος εγίνετο άφαντον. Τι άρα ήτο;
***
Εις μόνον γείτων είχε παρατηρήσει τας επανειλημμένας νυκτερινάς εκδρομάς των δύο φίλων με την βάρκαν. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλά παλαιά βιβλία με τα ολίγα κολλυβογράμματα που ήξευρε, και είχεν ομιλήσει με πολλάς γραίας σοφάς, αίτινες υπήρξαν το πάλαι. Εκάθητο όλην την νύκτα, αγρυπνών, σιμά εις το παράθυρόν του, βλέπων προς την θάλασσαν, και πότε εδιάβαζε τα βιβλία του, πότε ερρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα. Η καλύβη του, όπου έρημος και μόνος εκατοικούσεν, έκειτο ολίγους βράχους παραπέρα από το σπίτι της Λουλούδως, όπου έδενε την βάρκαν του ο Μάνος, ανάμεσα εις το σπίτι της Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ο Κορωνιός και ο εγγονός της Φαφάνας ητοιμάζοντο να λύσουν την βάρκαν, και να κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διά να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά των.
Ο Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδεν, εξήλθεν από την καλύβην του, φορών άσπρον σκούφον και ράσον μακρύ, όπως εσυνήθιζε κατ' οίκον, επήδησε δύο τρεις βράχους προς τα εκεί, κ' έφθασε παραπάνω από το μέρος, όπου ευρίσκοντο οι δύο φίλοι.
- Για που, αν θέλη ο Θεός, παιδιά; τους εφώναξεν. Είναι βραδιές τώρα που τρέχετε έξω από το λιμάνι, χωρίς να γιαλεύετε, χωρίς να πυροφανίζετε - και τα ψάρια σας δεν τα είδαμε. Μήπως σας ωνείρεψε και σκάφτετε πουθενά, για να βρήτε τίποτα θησαυρό;
Ο Μάνος παρεκάλεσε τον Κόκοϊαν να κατεβή παρακάτω και να ομιλή σιγανώτερα. Είτα δεν εδίστασε να του διηγηθη το όραμά του.
Ο Λίμπος ήκουσε μετά προσοχής. Είτα εγέλασε:
- Αμ' πού να τα ξέρετε αυτά εσείς, οι νέοι, είπε, σείων σφοδρώς την κεφαλήν. Τον παλαιόν καιρόν τέτοια πράματα, σαν αυτό που είδες, Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι. Εγώ δε βλέπω τίποτα!.. Το ίδιο κι ο Γιαλής βλέπει αυτό που λες πως βλέπεις;
Ο Γιαλής ηναγκάσθη με συστολήν κατωτέραν της ηλικίας του να ομολογήση, ότι δεν έβλεπε το φως, περί ου ο λόγος, αλλ' επείθετο εις την διαβεβαίωσιν του Μάνου, όστις έλεγεν ότι το βλέπει.
Ο Κόκοϊας, ήρχισε τότε να διηγήται:
- Ακούστε να σας πω, παιδιά. Εγώ που με βλέπετε, έφθασα τη γρια-Κοεράνω του Ραγιά, την μαννού αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθώς και τη μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθη πολλά πρωτινά, παλαιικά πράματα, καθώς κι αυτό που θα σας πω τώρα:
»Βλέπετε αυτό το χάλασμα, το Καλύβι της Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδώ τον παλαιόν καιρό εκατοικούσε μια κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, - έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτή - μαζί με τον πατέρα της τον γερο-Θεριά (ελληνικά τον έλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα και με φαρμακωμένα βέλη. Ενα Βασιλόπουλο από τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ' εκίνησε να πάη στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη να την στεφανωθή.
»Επήγε το Βασιλόπουλο. Εμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχή στα ουράνια, να βγη νικητής το Βασιλόπουλο, να έρθη η μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός της να την στεφανωθή.
»Εφτασε η μέρα που ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία με αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το 'βαλε στο παχνί, για να το κοιμίση. Ενα βοϊδάκι κ' ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνί κ' εφυσούσαν μαλακά να ζεστάνουν το θείο Βρέφος. Να, τώρα θα 'ρθή το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Ηρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακριά άσπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ' έπεσαν κ' επροσκύνησαν το θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Αγγελον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ' αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ! Εμειναν γονατιστοί, μ' εκστατικά μάτια, κάτω από το παχνί, πολλήν ώρα, κ' ελάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο. Να! τώρα θα 'ρθή το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Εφτασαν κ' οι τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στο κεφάλι, κ' εφορούσαν μακριές γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και τ' αστεράκι, ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε κ' εκάθισε στη σκεπή της Σπηλιάς, κι έλαμπε με γλυκό ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Οι τρεις βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ' τις καμήλες τους, εμπήκαν στο Σπήλαιο, κ' έπεσαν κ' επροσκύνησαν το Παιδί. Ανοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, κ' επρόσφεραν δώρα: χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.
- »Να! τώρα θα 'ρθή το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
»Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμό τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!
»Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ' αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κ' η προσευχή της έπεσε πίσω στη γη, χωρίς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ενα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο αυτούς βράχους, οπού το λεν Ανθος του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνη Σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ήμερα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
»Μερικοί λένε, πως το Ανθος του Γιαλού έγινε ανθός, αφρός του κύματος. Κ' η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».


Αλέξανδρου ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006

Κόψε και συ μια ελιά, μπορείς!

Τι αποτελεί είδηση; Η περιβόητη μαχητική δημοσιογραφία πως αξιολογεί την επικαιρότητα και πως «καθοδηγεί» τους σκεπτόμενους (;) πολίτες; Ατυχώς τις περισσότερες φορές οι λέξεις είναι αδειανές, χωρίς αντίκρισμα. Παραπλανητικοί καθρέφτες μέσα στους διαδρόμους του λαβύρινθου της εξουσίας. Πολλά τα λάβαρα που σηκώνουμε, πολύχρωμα μπαϊράκια όπου φυσάει ο άνεμος. Μεγάλη η παγίδα της ιδιοτέλειας, κρυμμένο μυστικό μέσα σε πολλές «γενναίες» λέξεις.
Για μένα λοιπόν φίλοι μου, κορυφαία είδηση της εβδομάδας που πέρασε δεν ήταν τι έκανε ο βουλευτής Παλληκαράκος ή τι δεν έκανε ο δήμαρχος της Άνω Ραγιαδούλας. Μια ανθρωποφαγική, εντός εισαγωγικών δημοσιογραφία, τέχνη εντυπωσιασμού επιπέδου ζούγκλας, θα διψούσε για τέτοια θεματολογία. Εφήμερα πυροτεχνήματα, αμφίβολης δυναμικής που εξυπηρετούν μόνο δημοσιοσχεσίτικες αλληλοεξυπηρετήσεις, να ήμαστε παράγοντες στο παιχνίδι. Κούφια καρύδια.
Για μένα είδηση κριτήριο της εποχής μας, που δείχνει την βαθιά- ανίατη αλλοίωση του Έλληνα ήταν το κόψιμο ενός ελαιώνα. Διαβάζω στην Καθημερινή της Κυριακής ότι οι ελαιώνες της Κέρκυρας γίνονται καυσόξυλα. Δέντρα τετρακοσίων και ετών αφανίζονται (με ρυθμό 3000 τον μήνα). Είναι δέντρα που – τι ειρωνεία- φύτεψαν οι Ενετοί και τώρα στέλνονται στην Ιταλία για να καούν στους φούρνους που ψήνουν πίτσες ή για να γίνουν χαρτί υγείας.
Διαλύεται το αδιάσπαστο φυσικό και πολιτιστικό τοπίο αιώνων. Κι όταν Έλληνες κόβουν μια ελιά, κόβουν τους δεσμούς με τον μέσα εαυτό τους, με τα πολιτισμικά τους γονίδια. Υποθηκεύουν το μέλλον τους.
Και δεν είναι θέμα αφελούς οικολογικής ευαισθησίας. Όχι. Παντού κόβουμε «ελιές», ξεπατώνουμε το παρελθόν που μας λάμπρυνε, καταστρέφουμε τις ρίζες μας. Αλλού είναι η διάλυση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αλλού η αλλοίωση της πνευματικής μας παράδοσης, ή η άρνηση της ιστορικής μας μνήμης.
Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, καταπώς λέει κι ο Διονύσης, δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει…

Beauty Will Save the World
by Nancy Forest-Flier

Dostoevsky wrote, "Beauty will save the world." I used to think of this as a romantic idea, that we will be saved by the beautiful things around us, that the world will be saved if it can be made more attractive. The idea seemed romantic, something expressed by such sentiments as "there's beauty in everything, if only we would stop and smell the flowers." This suggests there is a gulf between the world and ourselves -- we have to put on the right eyeglasses to see it properly.
Today I realized that what Dostoevsky meant is that beauty must be our principle of life -- that beauty is not a perception, an influence, to be found outside us; it is the principle which must characterize the way we do everything. Everything we do must be done in beauty, with grace. The phrase "the beautiful gesture" kept coming back to me. Everything we do, even digging a ditch or scrubbing the floor, must be done in beauty. This does not mean that we are trying to make a beautiful ditch or a beautiful floor. It doesn't mean that we are trying to become beautiful ditch diggers or floor scrubbers. It doesn't even mean that we are trying to make a sort of ballet out of our ditch digging or floor scrubbing. It has to do with the way in which we execute the task, the way we live every minute as we do what we do; it has to do with being attentive to the activity at hand, acting without being concerned with how we look as we act. It is an innocent acting, not concerned with appearances or results or rewards; it is not concerned with being treated fairly, with getting even, with showing off, with making an impression, with getting the damn work out of the way, with wallowing in self-pity over one's misfortune. I would think it is not even concerned with acing out of certainty that this is God's will. I think it is simply making the beautiful gesture.
But why? Because this is the radical application of being at the center, where God is.
As I was cleaning the bathroom today, I was suddenly overcome with this sense that I must do this work as a beautiful gesture. This is the only free action available to me. If I act out of sense of resentment (because other people in the family are not doing what I'm doing), or anger (because the bathroom has a way of getting very messy very often), or self-pity (poor me!), then I'm a slave to my self and my work will be exhausting. Even if I work out of sense of pride (I've got to make this place shine) or some simple ethic of good behavior (God expects me to be a responsible wife and mother; this is how I become a good person), I'm still a slave to my self. The only way to go about it with joy, as a free person, is to work in the presence of God, in prayer. And this, I think, is how beauty will save the world.
I felt this all day long. I started the day making blueberry muffins, I finished the day making soup and pita bread, thinking all the while about the beautiful gesture.
The paradigm for living this way is the Liturgy. Every action that we perform in the Liturgy should be a beautiful gesture, from lighting candles and reverencing icons to receiving Holy Communion. It's the school where we learn how to live from moment to moment. The climate of continual prayer, the entreaties of the choir washing over us, the attitude of attention all teach us how to be grace-full people.
But cleaning the bathroom as though you were standing at Liturgy? It sounds scandalous, but I think it's true. A monk once told my husband you should wash the dishes as though you were washing the baby Jesus. Every gesture deliberate, beautiful and free.

Nancy Forest-Flier is a translator and editor as well as treasurer of the St. Nicholas of Myra Russian Orthodox Church in Amsterdam.
published in In Communion, issue 6; the journal of the Orthodox Peace Fellowship

Από τη Σόλωνος στην Μεγάλου Αλεξάνδρου
Μνημονεύοντας Ζήσιμο Λορεντζάτο μέσα από βιβλιόστρατες

«Εμείς τι διαβάζουμε αληθινά;»
Επιστολή Ζ.Λ. στον
Γιώργο Σεφέρη, 30.6.1951

Είναι περίεργο να σε κυνηγούν βιβλιοπωλεία στα όνειρα σου· μικρές απολαυστικές επιστροφές σε χώρους που αγάπησες και χάιδεψαν με έντυπη τρυφερότητα τα χρόνια τα περασμένα.
Σαν τα χάνια εκείνα που σημάδευαν τις στράτες των κυρατζήδων, αυτών που όργωναν με πολύπλοκα αυλάκια ολάκερη τη Βαλκανική· έτσι και εδώ άλλες διαδρομές, βιβλιόστρατες μυστήριες σε αυλάκωσαν.
Κηφισιά 1989. Βράδια, περνώντας από τα σκοτεινά, δεντρογεφυρωμένα σοκάκια, μετά στο τρένο, να γυρνάς φορτωμένος με νούμερα, ορισμούς και σχολές σκέψης. Μουδιασμένος ίσως, αλλά τα φωτισμένα παράθυρα των οικοδομών που γρήγορα περνάν μπροστά σου, κρυμμένες πιθανότητες ζωής, διδάσκουν περισσότερα. Ήξερες για τον Friedman και τη ρεαλιστική πολιτική, δεν γνώριζες τίποτα για έναν γέροντα (ζούσε εκεί κοντά, Αργυροπούλου 15) που χωρίς να πέσει «στη νοθεία της φήμης», πλούτισε πολλούς.
«Όμοια ο ψαράς μηδέ που γνοιάζεται τα σύνεργα του
Μέσα στην αφέγγαρη νυχτιά, ψαρεύει.
Τα φύλλα κοίταξε, αυτό είναι ποίηση. Τ’ άλλα είναι γραφή
Τη φτώχεια γράφοντας μαθαίνεις τη γραφής.

Όμως παράξενο
Τη φτώχεια της γραφής μαθαίνοντας, πλουταίνεις».
(ΛΕΥΚΑ, από την ΣΥΛΛΟΓΗ).

Ζήσιμος Λορεντζάτος, 25 Ιουνίου 1915 – 3 Φεβρουάριου 2004.
Πρώτη γνωριμία μέσα από γραπτό του Χρήστου Γιανναρά, που κουβαλούσες μέσα στον χακί στρατιωτικό σου σάκο , το «λουκάνικο», στην ΣΕΑΠ Ηρακλείου. Το καλοκαίρι διάβασες κι άλλα και σε ζώσανε τα φίδια.
7 Δεκεμβρίου 1993, Αθήνα ξανά. Επί της οδού Σόλωνος, το βιβλιοπωλείο τροφός:
ΠΑΡΟΥΣΙΑ. Έμπαινες διστακτικά, μα τακτικότατα, κατευθυνόσουν στον πάγκο εκεί πίσω στη μέση, πέρα από τη σκάλα και δειπνούσες αχόρταγα στη σωρεία των τίτλων. Ο Τσάκαλος μόνιμη παρουσία, βιβλιοθηκάριος σωστός.
Εκεί λοιπόν και τότε, η πρώτη παρουσία του Λορεντζάτου στη ζωή σου.
«ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ (MSS 262)» εκδόσεις ΔΟΜΟΣ 1984.
Αγγίζω το χαρτί τώρα, τις κομμένες και πολύπαθες από μολύβι σελίδες και σκέφτομαι πόσα πήρα· «άξαφνος φωτισμός». Όχι οι γνωστές φλυαρίες, ή οι ραφιναρισμένες ειρωνείες. (Τρία χρόνια μετά, μοναχικός επισκέπτης απόγευμα Νοεμβρίου, «προσκύνησις» του χειρογράφου του γηραιού στρατηγού, γέροντος λαμπροφόρου).
Μα πόσο ξαφνιάστηκες, όταν επανερχόμενος εκεί στη Σόλωνος, εκ Δυτικής Μακεδονίας πλέον, διαπίστωσες την πικρή απουσία της ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ. Πεθαίνουν και τα βιβλιοπωλεία;
Εκεί κοντά στην Σόλωνος, ανεβαίνοντας την Μαυρομιχάλη, το βιβλιοσπιτικό που σε στέγασε ουκ ολίγες φορές. ΔΟΜΟΣ. Μα τι βιβλία έχουν εκδοθεί από τούτο το τυπογραφικό εργαστήρι! Από εκεί πήρες και τις δίτομες ΜΕΛΕΤΕΣ, δώρο των γονιών· μάλιστα εκ χειρών του εκδότη το αγόρασες-και βέβαια δίστασες να του μιλήσεις. Μετά από χρόνια γεύθηκες το «Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και τα εκδοτικά»∙ γράμματα μαστόρικα. Στις ΜΕΛΕΤΕΣ ξαναδιάβασες, πάντα έκπληκτος και για τον Παπαδιαμάντη, τον Σολωμό, τον Όμηρο. Μα στα αλήθεια διάβαζες για το δικό σου το σπιτικό· την χώρα σου που δεν ήξερες, τη βροχή εκείνη στο παράθυρο του σπιτιού της γιαγιάς που δεν γνώριζες πόσο θα σε κατεδίωκε αγαπητικά.
Κι ο άλλος ο ΔΟΜΟΣ, ο τόσο αγαπημένος, επί της Καστριτσίου, εν Θεσσαλονίκη. Πόσα και πόσα από τούτο το ζαχαροπλαστείο.
Ανάμεσα τους εκείνο το πολυδωρισμένο «Μνημόσυνο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο ένα φίλο του» από το ΡΟΔΑΚΙΟ.
Το ΡΟΔΑΚΙΟ και τον Λορεντζάτο τους ξανασυνάντησες στις ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΕΙΣ (τυπωμένο σε χαρτί AVORIO 140 gr ΙΤΑΛΙΑΣ στο τυπογραφείο του Μιχάλη Μπορμπουδάκη, στοιχειοθετημένο από την μονοτυπία των Αφων Παληβογιάννη. Για να φας σωστό ψωμί, μυρωδάτο, ξεκινάς με τα χέρια σου από το χωράφι και καταλήγεις στο φούρνο. Γνωρίζεις και αναγνωρίζεις, λειτουργικά, τα υλικά σου). Ήταν Λαμπροτρίτη, στο κοζανίτικο Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο. Από τη Κοζάνη πάλι προμηθεύτηκες τα χρειώδη: τις καταπληκτικές ΡΩΜΙΕΣ, «αυτή τη μεγάλη δύναμη που κρατά ζωντανό το γένος». Εκπληκτική στοιχειοθεσία του Φίλιππου Βλάχου.
Και πόσοι άλλοι σταθμοί στη στράτα:
ΣΤΟΥ ΤΙΜΟΝΙΟΥ ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ. Θάλασσα, το λιβάνι της ενάτης ωδής του όρθρου «Την Θεοτόκον και μητέρα του Φωτός…», το δημοτικό τραγούδι που εισέρχεται θεραπευτικά μέσα σε ένα νοσοκομείο.
ΑΝΤΙ ΧΡΥΣΕΩΝ. Νύχτα της Κυριακής μετά των Φώτων, με ραγδαία βροχή, το τελείωσες και πολλά σκέφθηκες, για τους οικείους, τους φίλους που ζέστανε αυτός, συντροφιά με «ποτήρια κοντά Duralex…Εκεί στερεώθηκε η φιλία μας» (Λάμπρος Καμπερίδης, DESIDERATUS ΕΣΑΕΙ). Το ζουμί είναι εκεί, στη σχέση, στο ζωντανό αλισβερίσι εκείνο, το ακατάγραφο, που αποστάζει ύδωρ ζωής.
Φεβρουάριος 2004. Γρεβενά, στο ΑΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΟΝ επί της Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον πεζόδρομο. Βιβλιοπωλείο των παιδικών χρόνων και ηρώων.
Η επικαιρότητα βράζει προεκλογικώς και κάτω δεξιά στο εξώφυλλο του ΑΝΤΙ διαβάζεις «Ζήσιμος Λορεντζάτος». Καταλαβαίνεις. Ανάγνωση του Ν.Δ.Τ., του τρομερού Χαλκιδιώτη (ή Σκιαθίτη, άραγε;).
Και πάλι από την Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου η ειδική έκδοση του ΑΝΤΙ, τιμή και δόξα στον εκδότη του: «κάποιες αξίες διαρκείς αξίζει να μας σταματούν για να ανασάνουμε». Ανάσα και με το φετινό της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ αφιέρωμα, με τη διευθυντική φροντίδα του Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Τι μένει; Τι έψαχνε; Τι ψάχνουμε;
Από σελίδες χαρτιού να βγάλουμε νόημα; «Εμείς τι διαβάζουμε αληθινά;».
Μπας και οι βιβλιόστρατες είναι αδιέξοδα τεχνηέντως κατασκευασθέντα;

«Καμιά φορά τα πιο συνηθισμένα πράγματα, ακόμα και ένα ταπεινό ή γεραλέο ξύλο, μπορούν να δείξουν το δρόμο στους απροσανατόλιστους…..
Τι να τα κάνεις τα περισσότερα λόγια ή και όλα μαζί τα κατεβατά των σοφών;
Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω…»
(ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΕΝΤΡΟ).

Αγάπη. Μας έδειξε δρόμους δυσανάβατους ανθρωπίνοις λογισμοίς.
Αλήθεια και Ζωή.

«….Εκείνο που μας χρειάζεται το περισσότερο είναι να χαιρόμαστε την πνευματική μοσχοβολιά του….».


Γρεβενά, 24.5.2006
α.ν.π. Παρέμβαση, τεύχος 135

«Εικελόνειρος Εκδότης»
ή περί μιας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ των ονείρων μας


«Κουράγιο χρειάζεται. Ανάμεσα στο δείκτη του χεριού σου και την άκρη του τετραδίου σου απλώνεται τεραστίου μήκους έκταση που έχεις να διανύσεις.»
Οδυσσέας Ελύτης

Στην αρχή ήταν μια ειδησούλα θαμμένη εντύπως σε κάποια γωνιά. Μετά, η τηλεφωνική συνομιλία με το φίλο που αντιφωνεί ρωμαλέα και ρωμαίικα στη Θράκη. Ήταν λοιπόν αληθινό;
Ο Κώστας Γ. Ζουράρις νέος εκδότης της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ.
Τέτοιες ειδήσεις είναι για μένα από το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα. Δεν χάθηκε η μαγιά ακόμη. Κάτι παίζεται στο ρωμαίικο…
Βεβαίως για τους τυφλούς τηλεορασάκιδες, τους άσχετους δημοσιοσχεσίτες υπάρχουν μόνο αμήχανοι γέλωτες και φθηνοί ψίθυροι.
Αυτοί (μήπως όλοι μας;) ζούνε υποστηριζόμενοι από τα μηχανάκια της AGB και τις δημοσκοπήσεις. Τα φλας είναι η ζωή τους.
Τούτος, τολμάει στα δύσκολα. Γιατί είναι πνευματικοπαίδι του Θουκυδίδη. Έχει κολυμπήσει στις θάλασσα του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή. Μύρισε τις φωταύγειες του Μακρυγιάννη. Τα ήπιε με τον Παπαδιαμάντη.
Και λοιπόν, θα ρωτήσει ο γείτονας μου πίσω από τους πάγκους με τις πραμάτειες του. Και λοιπόν, δεν έχω απαντήσεις που να μπαίνουν στο ζύγι. Μ’ αρέσει το όνειρο. Μ’ αρέσει αυτή η Μακεδονική εφημερίδα να πάει στο σεφέρι ως νέα φάλαγγα σαρισοφόρων αγγέλων.
Μα τι θα πετύχει, που θα χρησιμεύσει;
Εεε, φτάνει να μας ξυπνήσει το ένστικτο του Ωραίου.

Ημάς ευωδιάζεις, μυστικοίς χαρίσμασι[1]
Ήγουν πραγματεία ελαχίστη περί την των ιερών λειψάνων αρωματική χάρη


Ξεκινώντας να γράφω με χιόνι γερό, δυτικομακεδονίτικο, δυό λογισμοί σα νιφάδες (ή δύστροπες νυφαδιές) πέφτουν πάνω μου.
*Τόσο εμπιστοσύνη έχεις στα λόγια σου, τις γλιστερές τις λέξεις;
**Και εκείνο το άλλο, που με αντικρίζει κάθε φορά καλοτυπωμένο και καλοζυγισμένο από το σελιδοδείκτη βιβλίου διδαχής οθνείας γλώσσης:
«Υποκριτής εστίν ο διδάσκων τον πλησίον αυτού πράγμα, εις αυτός ουκ έφθασε», Αββάς Ποιμήν.
Στις λέξεις μεν, εράσμιες κατά πάντα, όπως και στα του βίου πράγματα καλό είναι να αποφεύγονται οι βεβαιότητες και οι τσιμενταρισμένες ιδεοληψίες. Να αναπνέουν αυτές κι εμείς με επιείκεια και κατά το δυνατόν φιλανθρωπία.
Όσο για τις διδασκαλίες, άστα να πάνε. Μακράν εμού τέτοιο κουσούρι.
Απλά θα ακολουθήσω τη συνταγή Εκείνου που αύρα λεπτή τον ζωογόνησε για να φωτίζει εμάς ες αεί. Συρράπτης επιφυλλίδων[2].
Ελάχιστα σταχυολογήματα, συρραφή ελλειπτική από μνήμες δροσοφόρες και λόγια ιαματικά για την των ιερών λειψάνων αρωματική χάρη.

Και πρώτα-πρώτα μια εξήγηση. Θεωρούσα τη προσκύνηση των λειψάνων κατάλοιπο δεισιδαιμονίας, εμπορική αξιοποίηση λαϊκής ευλάβειας. Μα, τα….κόκαλα;
Βυζαντινισμοί αδιέξοδοι, σκοταδισμός κτλ. κτλ.
(Να πάλι ο σοφός Σκιαθίτης, γράφοντας ως μεταφραστής και δικαιολογώντας τα νεανικά μεταφυσικά παιχνιδίσματα του Λόρδου Βύρωνα, με διορθώνει και επαναφέρει:
«Τας γραμμάς ταύτας ο ποιητής έγραφε νεώτατος εις ηλικίαν 22 ετών. Επόμενον δε ήτο να ναυαγήση καθώς ναυαγούν όλοι όσοι δια του λογικού ζητούσι να εξετάσωσι τα τοιαύτα υπερφυσικά θέματα»[3]).

Μακριά από το διαφωτισμένο μου μυαλό η πιθανότητα η άλλη, η υποψία άλλης βιοτής. Κι ακόμη, ούτε σκέψη για το καρποφόρο χωράφι της αποτυχίας, το ναυάγιο που σώζει, τον Άδη που άδει αναστάσιμα. Τίποτα από όλα αυτά. Πολλά από τα άλλα, τα χρήσιμα…

Να όμως που τ’ αρώματα της αλήθειας, τα τόσο θεραπευτικά, έχουν τον τρόπο τους και μας σκουντάνε.

Το πρώτο κτύπημα από τη… Σεραϊνώ.

Η Σεραϊνώ ήτο σαράντα χρόνων, και μετά τόσα χρόνια, 15 περίπου, δεν εγέννησε τίποτε. Ούτε παιδί, ούτε κουτάβι, ούτε «κλούθο».[4]

Ο Γάμος του Καραχμέτη, εκεί που νυμφευόμαστε την αλήθεια. Τα γεγονότα γνωστά. Ο επίλογος τάλαντο αθωνικό που καλεί εν μέσω νυκτός:
Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν δια την ανακομιδή των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού, μόσχου και ρόδου άμα, ανήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών.
Τα κόκκαλα της είχον ευωδιάσει.[5]

Τελεία και παύλα ο Σκιαθίτης. Κόκαλο εμείς.

Το νήμα της συνέχειας το πιάνει ο Νίκος Φωκάς (Το Θαύμα) με εκείνη την πολύπαθη Παρασκευούλα («…την κίτρινη, τη μογγόλα….).
Και εκεί θήτευσα έτι και έτι στα καθ’ ημάς:

Το κτηματάκι όπου βρισκόταν ενταφιασμένη η Παρασκευή ήταν έξω από την πόλη, σε απόσταση δέκα λεπτών με το αυτοκίνητο. Η συνοδία έφτασε κατά τις οκτώ το πρωί, λίγο μετά την ανατολή ενός παγερού ήλιου -που γρήγορα κάλυψαν τα σύννεφα... Έκαναν κύκλο γύρω από τον τάφο. Η παρουσία του ιερέα εκεί ήταν μόνο συμπτωματική, και χωρίς κανένα θρησκευτικό νόημα... Επιδόθηκαν χωρίς χρονοτριβή στο έργο... Και τότε, με τους πρώτους ήχους της σκαπάνης, ένα λεπτό ανοιξιάτικο άρωμα, σαν από βασιλικό, μόσχο και ρόδο συνάμα, ανέβηκε από το χώμα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, στις αισθήσεις των παρισταμένων: του Βασίλη, της πρεσβυτέρας, του μικρού τους γιου, της συγγένισσας και των δύο ενηλίκων παιδιών της. Τα κόκκαλα της Παρασκευής είχαν ευωδιάσει.

Μα πως έχει ο Θεός τον τρόπο του και μας νουθετεί πάντα με το στόμα των ποιητών;!

Πολλά χρόνια πριν σε εκείνο το οκτωήχι της νιότης (Το Αλφαβητάρι της Πίστης του διδάσκαλου του Γένους Χρήστου Γιανναρά) διάβασα για του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού τον άπειρο σεβασμό στην ύλη, από την οποία–με την ενσάρκωση- προήλθε η σωτηρία μας. Από το παράθυρο πετιούνται όλοι οι πλατωνισμοί, ψευτοπνευματισμοί και φιλοσοφισμοί που μας βασανίζουν.
Καταξιώνεται λοιπόν το σώμα, η ύλη. Από το λάδι του καντηλιού μέχρι το ξύλο και τα χρώματα της εικόνας την οποία προσκυνώντας διαβαίνουμε (θυμάσαι το διαβατικό στις αγιορείτικες μοναστηριακές πύλες) στο επέκεινα. Και το ανθρώπινο σώμα που ερωτεύεται και πονά και χαλνιέται και ξαναφτιάχνεται. Και μπορεί να γίνει σώο, ολάκερο, να γίνει τίμιο και μυροπωλείο χάριτος. Και σ’ αυτό να θεμελιώνονται άγιες τράπεζες της παντοτινής Ευχαριστίας. Και να σωζόμαστε, δηλαδή να γινόμαστε όντως πλάσματα της αγάπης του.
(Να που θυμάμαι τώρα τον Χρήστο Γιανναρά πριν από έτη πολλά, να διδάσκει τηλεοπτικώς-αν και της τηλοψίας σπανιότατη η ωφέλεια- τα περίπου εξής: 99% των ανθρώπων που ερωτεύονται και 99% των ανθρώπων που θρησκεύουν ζουν σε μια αυταπάτη. Κάπως έτσι το θυμάμαι. Και κατανοώ πόσο σχετικό είναι μ’ αυτά που λέμε.
Η φαλκίδευση όμως καταργεί το γνήσιο, το είδωλο μπορεί να διαλύσει την Εικόνα ως παράθυρο στα έσχατα; Ερωτήματα έρωτος πληγωμένου. Δεν έχω να προσφέρω βεβαιότητες. Μόνο κείνο το άρωμα της γιορτής, το ανεξήγητο, την όσφρηση την ηδονική παραμονές των Χριστουγέννων από τις φρεσκοψημένες λειτουργιές. Πληρότητα).
Διαβάζουμε το συναξάρι του Φαρασιώτη Αγίου Αρσενίου από το γερό Παϊσιο τον Αγιορείτη. Εκεί η ανάγνωση είναι αλλιώτικη, μοσχομυρίζει.
Ημάς ευωδιάζεις μυστικοίς χαρίσμασι.
Και να πάμε μετά στην ανοικτή σ’ όλους μας αγκαλιά του αγίου, που αναμένει την επιστροφή μας.
«Ελπιδοφόρο παράδειγμα ότι ο χους εξ ου προερχόμαστε και εις το οποίον καταλήγουμε, συνδέεται δι’ αγάπης προς το φώς…» σημειώνει κάπου ο Ν. Γ. Πεντζίκης, φαρμακοποιός εκ Θεσσαλονίκης και ιατρεύων τα πάθη μας ως μετέχων του φωτοφόρου αρώματος της χάρης των αγιών.
Προσκυνώντας τη ζωοποιό τους χάρη, θέλω να ψάλλω εξόχως λαμπρυνόμενος μετά εκείνου του «γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβάσμιου Κρητός» της «Εξοχικής Λαμπρής»:
«…. «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες!
την εικόναν σου τη σεπτήν…»
Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες!»[6]



[1] Απόστιχα του Μικρού Εσπερινού, από την Ακολουθία του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη, ποίημα του μακαριστού γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτη.
[2] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ο Σημαδιακός. Από την θαυμαστή κριτική έκδοση του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, εκδόσεις Δόμος. Τόμος 2, σελ. 106 (2.106).
[3] Παπαδιαμαντικά Τετράδια, τεύχος 6, σελ. 23. Εκδόσεις Δόμος.
[4] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο.π. 4.496.
[5] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο.π. 4.507
[6] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο.π. 2.133.
α.ν.π. Παρέμβαση, τεύχος 134

Γρεβενών γραφήματα …

Σε αλληλογραφία των αρχών του 13ου αιώνα αναφέρεται η αξιόλογη πόλη των Γρεβενών η οποία έχει «… και παν ότι ηδύνατο να θέλγη την ψυχήν…»
Ψυχής θέλγητρο, λοιπόν.
Ενώ σε πρόσφατο οδηγό χειμερινών διακοπών αναφέρεται πως δεν είναι ακριβώς η Μύκονος του Χειμώνα (sic).

Tι περιμένει άραγε τον ταξιδιώτη που, βόρεια πορεύομενος, φτάνει στα Γρεβενά.
Όχι βέβαια για «μικρές αποδράσεις» (έκφραση που αδικεί τους πάντες), αλλά για αναζητήσεις με αγαπητική διάθεση του τοπίου και του τρόπου της Ελλάδας.

Γεωγραφικά και χρονικά ο Νομός Γρεβενών ανοίγεται, αγκαλιάζει και προσφέρει στον ανήσυχο, τον «ψαγμένο».

Η πόλη, πέρα από τις οικοδομικές περιπέτειες (που έχουν σημαδέψει όλο το Ελληνικό σώμα), έχει μια ομορφάδα.
Ιδιαίτερα, όταν την περπατήσεις με την πρωϊνή πάχνη και τη μυρωδιά του ξύλου που καίγεται τον χειμώνα. Ζεσταίνει και φιλο-ξενεί.
Τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα θέλγουν με χωριά και γεφύρια, με ανθρώπους που προσπαθούν και αγωνίζονται.
Είτε στα Βλαχοχώρια στην Πίνδο, με τις πανέμορφες οδικές διαδρομές, ή στα μαστοροχώρια του Βοϊου (με λιγοστό κόσμο πια, αλλά τη μεγάλη ομορφιά μέσα στην απλότητα τους), το τοπίο σαγηνεύει.
Βόλτες στα δρομάκια της Δεσκάτης, ανάβαση και προσκύνημα στο Μοναστήρι της Ζάβορδας του Οσίου Νικάνορα με την εκπληκτική αγιογράφηση και ιστορία.
Περπάτημα στα πέτρινα γεφύρια που σαν στολίδια κοσμούν όλο το Νομό και μας μεταφέρουν στην αγάπη των προγόνων για τη φύση και τον πολιτισμό μιας άφταστης αρχιτεκτονικής.
Μύηση στην απίστευτου πλούτου χλωρίδα και πανίδα. Τοπική γαστρονομία άφταστη.

Μα και οι 4 εποχές του χρόνου καλούν για εξερεύνηση.
Το καλοκαίρι με τα πανηγύρια, όπου των Ελλήνων οι κοινότητες επιμένουν, μελωδούν, συναντιούνται σε γλέντι πανάρχαιο.

Το φθινόπωρο με τα μανιτάρια και τα «καζάνια» για τσίπουρο λίγο μετά τον τρύγο. Ιεροτελεστίες της καθημερινότητας.

Το χειμώνα που πέρα από τα χιονοδρομικά δρώμενα προσφέρει τα αξεπέραστα ΑΝΑΚΑΤΩΣΑΡΙΑ στις Απόκριες με κέφι πρωτότυπο και ολοζώντανο, άφτιαχτο και δημιουργικό.

Και η άνοιξη, με το μεγαλούργημα της φύσης, τη σύναξη του Πάσχα που ανασταίνει τα χωριά και μας θυμίζει τι είναι γιορτή.

Όσο η καρδιά της χώρα μας κτυπάει και στο μικρότερο και πιο «ασήμαντο» χωριό αυτής της μικρής γωνιάς ( με τα προβλήματα και τις χαρές της) μπορούμε όλοι να ελπίζουμε, να χαιρόμαστε.
Να πιστεύουμε στα Γρεβενά σαν θέλγητρο ψυχής…

"Εκείνος που βοηθά τον πλησίον του, λαμβάνει βοήθεια από το Θεό. Εκείνος που κατηγορεί τον συνάνθρωπό του με φθόνο, έχει κατήγορό του το Θεό"
Γέροντας Παΐσιος


Πολλές φορές, μην πω πάντα, η καθημερινότητα μας δίνει αφορμές να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει κάπως διαφορετικά.
Να αντλήσουμε νερό από βαθύτερα πηγάδια, να ξεκλειδώσουμε τις καρδιές μας.
Τις προάλλες κοιτούσα τις εφημερίδες και τα περιοδικά σε κεντρικό σημείο της πόλης μας- μια ευχάριστη ενασχόληση μέσα στο καθημερινό τρέξιμο.
Εκεί παραπέρα πήρε το μάτι μου μια γιαγιά. Κοντά λευκά μαλλιά, ρούχα «φτωχικά», μπαστούνι στο χέρι. Είχε πάρει μια ρώσικη εφημερίδα και μετρούσε διστακτικά τα ψιλά στο χέρι της.
Να πω την αλήθεια: αυτή η σκηνή με πόνεσε.
Ποιος, αλήθεια ποιος, νοιάζεται γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Για τους «οικονομικούς μετανάστες», τους αλλοεθνείς, τους ομοδόξους ή οτιδήποτε άλλο;
Και πρώτα από όλα εγώ τι έκανα; Την πλησίασα; Της μίλησα; Ενδιαφέρθηκα; Όχι.
Δίστασα. Και αυτός ο δισταγμός είναι άβυσσος ολάκερη.
Μεθαύριο Κυριακή θα ακούσουμε στο ευαγγέλιο για το Χριστό που σπλαχνίστηκε τους ανθρώπους που είχαν πεινάσει και τους έθρεψε.
Βέβαια ο ίδιος είναι η τροφή της αθανασίας και το νερό της ζωής. Ποιοι όμως εδώ πραγματικά πιστεύουν στο λόγο του και έχουν σπλάχνα φιλάνθρωπα;
Ποιος βοηθάει τον συνάνθρωπο του; Το να χορταίνουμε τους πεινασμένους με λόγια παχιά και χρυσοστόλιστα δεν είναι λύση. Οι εγκύκλιοι, τα δελτία τύπου, τα άρθρα από τους ποικίλους θρόνους μας δεν είναι λύση.
Το να κατηγορούμε, και τα έργα μας να είναι έργα φθόνου, που θα οδηγηθούμε;
Υπάρχει τόσος πόνος και αναρωτιέται κανείς που θα ακουμπήσει το κεφάλι του αυτός που πουθενά δεν έχει να πει την ανάγκη του.
Μήπως επιτέλους πρέπει να βρούμε βοηθός μας τον Θεό με το να βρεθούμε δίπλα στο συνάνθρωπο μας;
α.ν.π. (κείμενα δημοσιευμένα-εκτός εάν σημειώνεται αλλιώς- στα ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, στήλη ΕΜΦΡΩΝ)